Definify.com
Definition 2024
ξυλουργός
ξυλουργός
Greek
Noun
ξυλουργός • (xylourgós) m (plural ξυλουργοί)
Declension
declension of ξυλουργός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξυλουργός | ξυλουργοί |
genitive | ξυλουργού | ξυλουργών |
accusative | ξυλουργό | ξυλουργούς |
vocative | ξυλουργέ | ξυλουργοί |
Synonyms
- μαραγκός m (marankós) (colloquial)
Related terms
- ξυλουργική f (xylourgikí, “carpentry”)