Definify.com
Definition 2024
ξυλόφωνο
ξυλόφωνο
Greek
Noun
ξυλόφωνο • (xylófono) n (plural ξυλόφωνα)
Declension
declension of ξυλόφωνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξυλόφωνο | ξυλόφωνα |
genitive | ξυλοφώνου | ξυλοφώνων |
accusative | ξυλόφωνο | ξυλόφωνα |
vocative | ξυλόφωνο | ξυλόφωνα |