Definify.com
Definition 2024
οίκος_ανοχής
οίκος ανοχής
Greek
Noun
οίκος ανοχής • (oíkos anochís) m (plural οίκοι ανοχής)
- (euphemistic) brothel, house of ill repute
Declension
declension of οίκος ανοχής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οίκος ανοχής | οίκοι ανοχής |
genitive | οίκου ανοχής | οίκων ανοχής |
accusative | οίκο ανοχής | οίκους ανοχής |
vocative | οίκε ανοχής | οίκοι ανοχής |
Synonyms
- πορνείο n (porneío, “brothel”) (neutral term)
- μπουρδέλο n (bourdélo, “brothel”) (informal term)