Definify.com
Definition 2024
οβελίδιο
οβελίδιο
Greek
Noun
οβελίδιο • (ovelídio) n (plural οβελίδια)
Declension
declension of οβελίδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οβελίδιο | οβελίδια |
genitive | οβελιδίου | οβελιδίων |
accusative | οβελίδιο | οβελίδια |
vocative | οβελίδιο | οβελίδια |
Related terms
- οβελίας m (ovelías, “lamb on the spit”)
- οβελίσκος m (ovelískos, “obelisk”)
Synonyms
- σουβλί n (souvlí, “skewer, bradawl”)
See also
- σουβλάκι n (souvláki, “skewer dish”)