Definify.com
Definition 2025
οδοκαθαριστής
οδοκαθαριστής
Greek
Noun
οδοκαθαριστής • (odokatharistís) m (plural οδοκαθαριστές)
Declension
declension of οδοκαθαριστής
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | οδοκαθαριστής | οδοκαθαριστές |
| genitive | οδοκαθαριστή | οδοκαθαριστών |
| accusative | οδοκαθαριστή | οδοκαθαριστές |
| vocative | οδοκαθαριστή | οδοκαθαριστές |