Definify.com
Definition 2024
οδοκαθαριστής
οδοκαθαριστής
Greek
Noun
οδοκαθαριστής • (odokatharistís) m (plural οδοκαθαριστές)
Declension
declension of οδοκαθαριστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οδοκαθαριστής | οδοκαθαριστές |
genitive | οδοκαθαριστή | οδοκαθαριστών |
accusative | οδοκαθαριστή | οδοκαθαριστές |
vocative | οδοκαθαριστή | οδοκαθαριστές |