Definify.com
Definition 2024
οιωνός
οιωνός
Greek
Noun
οιωνός • (oionós) m (plural οιωνοί)
Declension
declension of οιωνός
Derived terms
- εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης (eis oionós áristos, amýnesthai perí pátris)
- οιωνοσκοπία (oionoskopía)
- οιωνοσκόπος (oionoskópos)