Definify.com
Definition 2024
ολοκληρωμένο_κύκλωμα
ολοκληρωμένο κύκλωμα
Greek
Noun
ολοκληρωμένο κύκλωμα • (olokliroméno kýkloma) n (plural ολοκληρωμένα κυκλώματα)
- integrated circuit (chip)
ολοκληρωμένο κύκλωμα • (olokliroméno kýkloma) n (plural ολοκληρωμένα κυκλώματα)