Definify.com
Definition 2024
ολυμπιάδα
ολυμπιάδα
Greek
Noun
ολυμπιάδα • (olympiáda) f (plural ολυμπιάδες)
Declension
declension of ολυμπιάδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ολυμπιάδα | ολυμπιάδες |
genitive | ολυμπιάδας | ολυμπιάδων |
accusative | ολυμπιάδα | ολυμπιάδες |
vocative | ολυμπιάδα | ολυμπιάδες |