Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ομελέτα
ομελέτα
Greek
Noun
ομελέτα
•
(
omeléta
)
f
(
plural
ομελέτες
)
omelette
Declension
declension of
ομελέτα
singular
plural
nominative
ομελέτα
ομελέτες
genitive
ομελέτας
ομελετών
accusative
ομελέτα
ομελέτες
vocative
ομελέτα
ομελέτες
Similar Results