Definify.com
Definition 2024
ομιλήτρια
ομιλήτρια
Greek
Noun
ομιλήτρια • (omilítria) f (plural ομιλήτριες, masculine ομιλητής)
- speaker (one who speaks)
- speaker (one who uses a particular language)
- φυσικός ομιλητής ― fysikós omilitís ― native speaker
- lecturer, speaker
- Η ομιλήτρια ανέπτυξε το θέμα. ― I omilítria anéptyxe to théma. ― The speaker developed the theme.
Declension
declension of ομιλήτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ομιλήτρια | ομιλήτριες |
genitive | ομιλήτριας | ομιλητριών |
accusative | ομιλήτρια | ομιλήτριες |
vocative | ομιλήτρια | ομιλήτριες |
Related terms
- ομιλία f (omilía, “speech”)