Definify.com
Definition 2024
ομοιοπαθητική
ομοιοπαθητική
Greek
Noun
ομοιοπαθητική • (omoiopathitikí) f (plural ομοιοπαθητικές)
Declension
declension of ομοιοπαθητική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ομοιοπαθητική | ομοιοπαθητικές |
genitive | ομοιοπαθητικής | ομοιοπαθητικών |
accusative | ομοιοπαθητική | ομοιοπαθητικές |
vocative | ομοιοπαθητική | ομοιοπαθητικές |