Definify.com
Definition 2024
ονειροκρίτης
ονειροκρίτης
Greek
Noun
ονειροκρίτης • (oneirokrítis) m (plural ονειροκρίτες)
Declension
declension of ονειροκρίτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ονειροκρίτης | ονειροκρίτες |
genitive | ονειροκρίτη | ονειροκριτών |
accusative | ονειροκρίτη | ονειροκρίτες |
vocative | ονειροκρίτη | ονειροκρίτες |
Synonyms
- ονειρομάντης m (oneiromántis)
- ονειρολόγος m (oneirológos)
Related terms
- ονειρομαντεία f (oneiromanteía, “oneiromancy”)
- and see: όνειρο n (óneiro, “dream”)