Definify.com
Definition 2024
οξείδιο
οξείδιο
Greek
Noun
οξείδιο • (oxeídio) n (plural οξείδια)
Declension
declension of οξείδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οξείδιο | οξείδια |
genitive | οξειδίου | οξειδίων |
accusative | οξείδιο | οξείδια |
vocative | οξείδιο | οξείδια |
Related terms
- οξυγόνο n (oxygóno, “oxygen”)
External links
- οξείδιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el