Definify.com
Definition 2024
οπλισμένο_σκυρόδεμα
οπλισμένο σκυρόδεμα
Greek
Noun
οπλισμένο σκυρόδεμα • (oplisméno skyródema) n
External links
- οπλισμένο σκυρόδεμα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
οπλισμένο σκυρόδεμα • (oplisméno skyródema) n