Definify.com
Definition 2024
οπτόπλινθος
οπτόπλινθος
Greek
Noun
οπτόπλινθος • (optóplinthos) f (plural οπτόπλινθοι)
- (rare) mudbrick
Declension
declension of οπτόπλινθος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οπτόπλινθος | οπτόπλινθοι |
genitive | οπτοπλίνθου | οπτοπλίνθων |
accusative | οπτόπλινθο | οπτοπλίνθους |
vocative | οπτόπλινθε | οπτόπλινθοι |
See also
- see: πλίνθος f (plínthos)