Definify.com
Definition 2024
οραγκουτάγκος
οραγκουτάγκος
Greek
Noun
οραγκουτάγκος • (orankoutánkos) m (plural οραγκουτάγκοι)
- Alternative form of ουρακοτάγκος (ourakotánkos)
Declension
declension of οραγκουτάγκος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οραγκουτάγκος | οραγκουτάγκοι |
genitive | οραγκουτάγκου | οραγκουτάγκων |
accusative | οραγκουτάγκο | οραγκουτάγκους |
vocative | οραγκουτάγκε | οραγκουτάγκοι |