Definify.com

Definition 2024


οραγκουτάγκος

οραγκουτάγκος

Greek

Noun

οραγκουτάγκος (orankoutánkos) m (plural οραγκουτάγκοι)

  1. Alternative form of ουρακοτάγκος (ourakotánkos)

Declension