Definify.com
Definition 2024
ουράνιο_τόξο
ουράνιο τόξο
Greek
Noun
ουράνιο τόξο • (ouránio tóxo) n (plural ουράνια τόξα)
Declension
External links
- ουράνιο τόξο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
ουράνιο τόξο • (ouránio tóxo) n (plural ουράνια τόξα)