Definify.com
Definition 2024
ουσιαστικοποιούμαι
ουσιαστικοποιούμαι
Greek
Verb
ουσιαστικοποιούμαι • (ousiastikopoioúmai) (simple past ουσιαστικοποιήθηκα, active form ουσιαστικοποιώ, passive)
- passive of ουσιαστικοποιώ (ousiastikopoió)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.