Definify.com
Definition 2024
ουσιαστικό
ουσιαστικό
Greek
Alternative forms
- οὐσιαστικόν (oὐsiastikón)
Noun
ουσιαστικό • (ousiastikó) n (plural ουσιαστικά)
- (grammar) substantive, noun (sensu stricto)
Declension
declension of ουσιαστικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ουσιαστικό | ουσιαστικά |
genitive | ουσιαστικού | ουσιαστικών |
accusative | ουσιαστικό | ουσιαστικά |
vocative | ουσιαστικό | ουσιαστικά |
Hypernyms
- (noun): όνομα n (ónoma, “name, noun (sensu lato)”)
Related terms
- ουσιαστικοποιώ (ousiastikopoió, “substantivise”)
External links
- ουσιαστικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el