Definify.com
Definition 2024
οφειλέτης
οφειλέτης
See also: ὀφειλέτης
Greek
Noun
οφειλέτης • (ofeilétis) m (plural οφειλέτες, feminine οφειλέτρια)
- (finance) debtor
Declension
declension of οφειλέτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οφειλέτης | οφειλέτες |
genitive | οφειλέτη | οφειλετών |
accusative | οφειλέτη | οφειλέτες |
vocative | οφειλέτη | οφειλέτες |
Synonyms
- χρεώστης m (chreóstis)