Definify.com
Definition 2024
οχταπόδι
οχταπόδι
Greek
Noun
οχταπόδι • (ochtapódi) n (plural οχταπόδια)
- Alternative spelling of χταπόδι (chtapódi)
Declension
declension of οχταπόδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οχταπόδι | οχταπόδια |
genitive | οχταποδιού | οχταποδιών |
accusative | οχταπόδι | οχταπόδια |
vocative | οχταπόδι | οχταπόδια |