Definify.com
Definition 2024
πέρασμα
πέρασμα
Greek
Noun
πέρασμα • (pérasma) n (plural περάσματα)
- passage, passing (of time, weather, illness, events)
- Tο πέρασμα του φασισμού από την Eυρώπη.
- The passing of fascism from Europe.
- Tο πέρασμα του φασισμού από την Eυρώπη.
- passage, leg (part of a journey)
- passing, threading (ring on finger, thread through a needle)
Declension
declension of πέρασμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πέρασμα | περάσματα |
genitive | περάσματος | περασμάτων |
accusative | πέρασμα | περάσματα |
vocative | πέρασμα | περάσματα |