Definify.com
Definition 2024
πίτα
πίτα
Greek
Noun
πίτα • (píta) f (plural πίτες)
- pie (type of pastry)
- (figuratively) cake, pie (expressing a whole available for distribution)
- ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα του εθνικού εισοδήματος
- éna megalýtero kommáti apó tin píta tou ethnikoú eisodímatos
- a bigger share of the pie of national income
- ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα του εθνικού εισοδήματος
- pita (flat unleavened bread)
Declension
declension of πίτα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πίτα | πίτες |
genitive | πίτας | πιτών |
accusative | πίτα | πίτες |
vocative | πίτα | πίτες |
Related terms
- βασιλόπιτα f (vasilópita, “king cake”)
- σπανακόπιτα f (spanakópita, “spinach pie”)
- τυρόπιτα f (tyrópita, “cheese pie”)