Definify.com
Definition 2024
παλινόρθωση
παλινόρθωση
Greek
Noun
παλινόρθωση • (palinórthosi) f (plural παλινορθώσεις)
- restoration (of a monarchy)
Declension
declension of παλινόρθωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παλινόρθωση | παλινορθώσεις |
genitive | παλινόρθωσης / παλινορθώσεως | παλινορθώσεων |
accusative | παλινόρθωση | παλινορθώσεις |
vocative | παλινόρθωση | παλινορθώσεις |