Definify.com
Definition 2024
παράγοντας
παράγοντας
Greek
Noun
παράγοντας • (parágontas) m (plural παράγοντες)
- factor (that which contributes to a result)
- Ο ψυχολογικός παράγοντας παίζει σπουδαίο ρόλο στην προετοιμασία των αθλητών.
- The psychological factor plays an important part in the preparation of athletes.
- Ο ψυχολογικός παράγοντας παίζει σπουδαίο ρόλο στην προετοιμασία των αθλητών.
Declension
declension of παράγοντας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παράγοντας | παράγοντες |
genitive | παράγοντα | παραγόντων |
accusative | παράγοντα | παράγοντες |
vocative | παράγοντα | παράγοντες |