Definify.com
Definition 2024
παράθυρο
παράθυρο
Greek
Noun
παράθυρο • (paráthyro) n (plural παράθυρα)
- (architecture, computing) window
- (figuratively) window, view
- παράθυρο στον κόσμο ― paráthyro ston kósmo ― window on the world
- (figuratively) loophole
- τα παραθυράκια του νόμου ― ta parathyrákia tou nómou ― loopholes of the law
Declension
declension of παράθυρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παράθυρο | παράθυρα |
genitive | παραθύρου | παραθύρων |
accusative | παράθυρο | παράθυρα |
vocative | παράθυρο | παράθυρα |
Derived terms
- παραθύρι (parathýri)
- παραθυράκι (parathyráki)