Definify.com
Definition 2024
παράνυμφος
παράνυμφος
Greek
Alternative forms
- παράνυφος c (parányfos)
- παράνυφή f (parányfí)
- παράνυμφή f (paránymfí)
Noun
παράνυμφος • (paránymfos) m, f (plural παράνυμφοι)
Declension
declension of παράνυμφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παράνυμφος | παράνυμφοι |
genitive | παρανύμφου | παρανύμφων |
accusative | παράνυμφο | παρανύμφους |
vocative | παράνυμφε | παράνυμφοι |