Definify.com

Definition 2024


παράνυμφος

παράνυμφος

Greek

Alternative forms

  • παράνυφος c (parányfos)
  • παράνυφή f (parányfí)
  • παράνυμφή f (paránymfí)

Noun

παράνυμφος (paránymfos) m, f (plural παράνυμφοι)

  1. bridesmaid, best man

Declension