Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
παράπονο
παράπονο
Greek
Noun
παράπονο
•
(
parápono
)
n
(
plural
παράπονα
)
complaint
,
grievance
Declension
declension of
παράπονο
singular
plural
nominative
παράπονο
παράπονα
genitive
παραπόνου
παραπόνων
accusative
παράπονο
παράπονα
vocative
παράπονο
παράπονα
Similar Results