Definify.com
Definition 2024
παρέκκλιση
παρέκκλιση
See also: παρεκκλήσι
Greek
Noun
παρέκκλιση • (parékklisi) f (plural παρέκκλισες)
Declension
declension of παρέκκλιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παρέκκλιση | παρεκκλίσεις |
genitive | παρέκκλισης / παρεκκλίσεως | παρεκκλίσεων |
accusative | παρέκκλιση | παρεκκλίσεις |
vocative | παρέκκλιση | παρεκκλίσεις |
Related terms
- παρεκκλίνω (parekklíno, “to depart, to deviate”)