Definify.com
Definition 2024
παραίσθηση
παραίσθηση
Greek
Noun
παραίσθηση • (paraísthisi) f (plural παραισθήσεις)
Declension
declension of παραίσθηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παραίσθηση | παραισθήσεις |
genitive | παραίσθησης / παραισθήσεως | παραισθήσεων |
accusative | παραίσθηση | παραισθήσεις |
vocative | παραίσθηση | παραισθήσεις |