Definify.com
Definition 2024
παραλλαγή
παραλλαγή
Greek
Noun
παραλλαγή • (parallagí) f (plural παραλλαγές)
Declension
declension of παραλλαγή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παραλλαγή | παραλλαγές |
genitive | παραλλαγής | παραλλαγών |
accusative | παραλλαγή | παραλλαγές |
vocative | παραλλαγή | παραλλαγές |