Definify.com
Definition 2024
παραλληλόγραμμο
παραλληλόγραμμο
Greek
Noun
παραλληλόγραμμο • (parallilógrammo) n (plural παραλληλόγραμμα)
Declension
declension of παραλληλόγραμμο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παραλληλόγραμμο | παραλληλόγραμμα |
genitive | παραλληλογράμμου | παραλληλογράμμων |
accusative | παραλληλόγραμμο | παραλληλόγραμμα |
vocative | παραλληλόγραμμο | παραλληλόγραμμα |
See also
- τετράγωνο m (tetrágono, “quadrilateral”)