Definify.com
Definition 2024
παρασκευαστήριο
παρασκευαστήριο
Greek
Noun
παρασκευαστήριο • (paraskevastírio) n (plural παρασκευαστήρια)
- (sciences) laboratory, preparation room
Declension
declension of παρασκευαστήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παρασκευαστήριο | παρασκευαστήρια |
genitive | παρασκευαστηρίου | παρασκευαστηρίων |
accusative | παρασκευαστήριο | παρασκευαστήρια |
vocative | παρασκευαστήριο | παρασκευαστήρια |
Synonyms
- εργαστήριο n (ergastírio)
- εργαστήρι n (ergastíri)
Related terms
- παρασκευαστής m (paraskevastís, “laboratory assistant”)
- and see: παρασκευή f (paraskeví, “preparation”)