Definify.com
Definition 2024
παρατατικός
παρατατικός
Greek
Noun
παρατατικός • (paratatikós) m (plural παρατατικοί)
- (grammar) imperfect, past continuous, past progressive, imperfective past (tense)
Declension
declension of παρατατικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παρατατικός | παρατατικοί |
genitive | παρατατικού | παρατατικών |
accusative | παρατατικό | παρατατικούς |
vocative | παρατατικέ | παρατατικοί |