Definify.com
Definition 2024
παρενόχληση
παρενόχληση
Greek
Noun
παρενόχληση • (parenóchlisi) f (plural παρενοχλήσεις)
Declension
declension of παρενόχληση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παρενόχληση | παρενοχλήσεις |
genitive | παρενόχλησης / παρενοχλήσεως | παρενοχλήσεων |
accusative | παρενόχληση | παρενοχλήσεις |
vocative | παρενόχληση | παρενοχλήσεις |