Definify.com
Definition 2024
παρεξήγηση
παρεξήγηση
Greek
Noun
παρεξήγηση • (parexígisi) f (plural παρεξηγήσεις)
Declension
declension of παρεξήγηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παρεξήγηση | παρεξηγήσεις |
genitive | παρεξήγησης / παρεξηγήσεως | παρεξηγήσεων |
accusative | παρεξήγηση | παρεξηγήσεις |
vocative | παρεξήγηση | παρεξηγήσεις |