Definify.com
Definition 2024
παρομοίωση
παρομοίωση
Greek
Noun
παρομοίωση • (paromoíosi) f (plural παρομοιώσεις)
Declension
declension of παρομοίωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παρομοίωση | παρομοιώσεις |
genitive | παρομοίωσης / παρομοιώσεως | παρομοιώσεων |
accusative | παρομοίωση | παρομοιώσεις |
vocative | παρομοίωση | παρομοιώσεις |