Definify.com
Definition 2024
παροξυσμός
παροξυσμός
Greek
Noun
παροξυσμός • (paroxysmós) m (plural παροξυσμοί)
Declension
declension of παροξυσμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παροξυσμός | παροξυσμοί |
genitive | παροξυσμού | παροξυσμών |
accusative | παροξυσμό | παροξυσμούς |
vocative | παροξυσμέ | παροξυσμοί |