Definify.com
Definition 2024
πειρατής
πειρατής
Greek
Noun
πειρατής • (peiratís) m (plural πειρατές, feminine πειρατίνα)
- pirate, sea robber
- Πειρατές του Αιγαίου (Pirates of the Aegean Sea)
- (figuratively) copier of copyright materials
Declension
declension of πειρατής
Related terms
- πειρατεία f (peirateía, “piracy”)
- αεροπειρατής m (aeropeiratís, “highjacker”)