Definify.com
Definition 2024
πεολειχία
πεολειχία
Greek
Noun
πεολειχία • (peoleichía) m (plural πεολειχίες)
- Alternative form of πεολειξία (peoleixía)
Declension
declension of πεολειχία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πεολειχία | πεολειχίες |
genitive | πεολειχίας | πεολειχιών |
accusative | πεολειχία | πεολειχίες |
vocative | πεολειχία | πεολειχίες |