Definify.com
Definition 2024
πεποίθηση
πεποίθηση
Greek
Noun
πεποίθηση • (pepoíthisi) f (plural πεποιθήσεις)
Declension
declension of πεποίθηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πεποίθηση | πεποιθήσεις |
genitive | πεποίθησης / πεποιθήσεως | πεποιθήσεων |
accusative | πεποίθηση | πεποιθήσεις |
vocative | πεποίθηση | πεποιθήσεις |
See also
- καταδίκη f (katadíki, “conviction by court”)