Definify.com
Definition 2024
περίληψη
περίληψη
Greek
Noun
περίληψη • (perílipsi) f (plural περιλήψεις)
Declension
declension of περίληψη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περίληψη | περιλήψεις |
genitive | περίληψης / περιλήψεως | περιλήψεων |
accusative | περίληψη | περιλήψεις |
vocative | περίληψη | περιλήψεις |