Definify.com
Definition 2024
περίμετρος
περίμετρος
Greek
Noun
περίμετρος • (perímetros) f (plural περίμετρος)
Declension
declension of περίμετρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περίμετρος | περίμετροι |
genitive | περιμέτρου | περιμέτρων |
accusative | περίμετρο | περιμέτρους |
vocative | περίμετρε | περίμετροι |
See also
- περιφέρεια f (periféreia, “perimeter”)
- περιμετρικός f (perimetrikós, “peripheral”)
- διάμετρος f (diámetros, “diameter”)
- ακτίνα f (aktína, “radius”)