Definify.com
Definition 2024
περίοδος
περίοδος
Greek
Noun
περίοδος • (períodos) f (plural περίοδοι)
- period, epoch
- καλοκαιρινή περίοδος — πρώιμη περίοδος
- summer period — early period
- καλοκαιρινή περίοδος — πρώιμη περίοδος
- (chemistry) period in the periodic table
- (medicine) period, menstruation
Declension
declension of περίοδος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περίοδος | περίοδοι |
genitive | περιόδου | περιόδων |
accusative | περίοδο | περιόδους |
vocative | περίοδε | περίοδοι |
Synonyms
- (menstruation): εμμηνόρροια f (emminórroia)
- (menstruation): εμμηνορρυσία f (emminorrysía)