Definify.com
Definition 2024
περίφραση
περίφραση
Greek
Noun
περίφραση • (perífrasi) f (plural περιφράσεις)
Declension
declension of περίφραση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περίφραση | περιφράσεις |
genitive | περίφρασης / περιφράσεως | περιφράσεων |
accusative | περίφραση | περιφράσεις |
vocative | περίφραση | περιφράσεις |