Definify.com
Definition 2024
περιήλιο
περιήλιο
Greek
Noun
περιήλιο • (periílio) n (plural περιήλια)
Declension
declension of περιήλιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περιήλιο | περιήλια |
genitive | περιηλίου | περιηλίων |
accusative | περιήλιο | περιήλια |
vocative | περιήλιο | περιήλια |
External links
- περιήλιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el