Definify.com

Definition 2024


περιβαλλοντικού

περιβαλλοντικού

Greek

Adjective

περιβαλλοντικού (perivallontikoú)

  1. Genitive masculine singular form of περιβαλλοντικός (perivallontikós).
  2. Genitive neuter singular form of περιβαλλοντικός (perivallontikós).