Definify.com

Definition 2024


περιβαλλοντικό

περιβαλλοντικό

Greek

Adjective

περιβαλλοντικό (perivallontikó)

  1. Accusative masculine singular form of περιβαλλοντικός (perivallontikós).
  2. Nominative neuter singular form of περιβαλλοντικός (perivallontikós).
  3. Accusative neuter singular form of περιβαλλοντικός (perivallontikós).
  4. Vocative neuter singular form of περιβαλλοντικός (perivallontikós).