Definify.com
Definition 2024
περιγράφομαι
περιγράφομαι
Greek
Verb
περιγράφομαι • (perigráfomai) (simple past περιγράφηκα or περιγράφτηκα, active form περιγράφω, passive)
- passive of περιγράφω (perigráfo)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.