Definify.com
Definition 2025
περιηγήτρια
περιηγήτρια
Greek
Noun
περιηγήτρια • (periigítria) f (plural περιηγήτριες, masculine περιηγητής)
Declension
declension of περιηγήτρια
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | περιηγήτρια | περιηγήτριες |
| genitive | περιηγήτριας | περιηγητριών |
| accusative | περιηγήτρια | περιηγήτριες |
| vocative | περιηγήτρια | περιηγήτριες |
Related terms
- see: περιήγηση f (periígisi, “tour”)