Definify.com
Definition 2024
περιηγήτρια
περιηγήτρια
Greek
Noun
περιηγήτρια • (periigítria) f (plural περιηγήτριες, masculine περιηγητής)
Declension
declension of περιηγήτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περιηγήτρια | περιηγήτριες |
genitive | περιηγήτριας | περιηγητριών |
accusative | περιηγήτρια | περιηγήτριες |
vocative | περιηγήτρια | περιηγήτριες |
Related terms
- see: περιήγηση f (periígisi, “tour”)